γερουσιαστικός

γερουσιαστικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους γερουσιαστές ή στη Γερουσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γερουσιαστικός, -ή — ό ο σχετικός με τη γερουσία: Έβαλε υποψηφιότητα για τις γερουσιαστικές εκλογές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”